μισοῦνται

μισοῦνται
μῑσοῦνται , μισέω
hate
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”